Translation meaning & definition of the word "baku" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπάκου" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Baku
[Μπακού]/bɑku/
noun
1. A port city on the caspian sea that is the capital of azerbaijan and an important center for oil production
- synonym:
- Baku ,
- capital of Azerbaijan
1. Μια λιμενική πόλη στην κασπία θάλασσα που είναι η πρωτεύουσα του αζερμπαϊτζάν και ένα σημαντικό κέντρο παραγωγής πετρελαίου
- συνώνυμο:
- Μπακού ,
- πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν