Translation meaning & definition of the word "bailiwick" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βαλίβικ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bailiwick
[Μπαίλιουικ]/belɪwɪk/
noun
1. The area over which a bailiff has jurisdiction
- synonym:
- bailiwick
1. Την περιοχή στην οποία ο δικαστικός επιμελητής έχει δικαιοδοσία
- συνώνυμο:
- βαλλίστικ
2. A branch of knowledge
- "In what discipline is his doctorate?"
- "Teachers should be well trained in their subject"
- "Anthropology is the study of human beings"
- synonym:
- discipline ,
- subject ,
- subject area ,
- subject field ,
- field ,
- field of study ,
- study ,
- bailiwick
2. Ένας κλάδος της γνώσης
- "Σε ποια πειθαρχία είναι το διδακτορικό του?"
- "Οι δάσκαλοι πρέπει να είναι καλά εκπαιδευμένοι στο θέμα τους"
- "Η ανθρωπολογία είναι η μελέτη των ανθρώπων"
- συνώνυμο:
- πειθαρχία ,
- θέμα ,
- περιοχή θέματος ,
- πεδίο θέματος ,
- πεδίο ,
- πεδίο σπουδών ,
- μελέτη ,
- βαλλίστικ