Translation meaning & definition of the word "bail" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλληλογραφία" στην ελληνική γλώσσα
Bail
[Ανατροπή]noun
1. (criminal law) money that must be forfeited by the bondsman if an accused person fails to appear in court for trial
- "The judge set bail at $10,000"
- "A $10,000 bond was furnished by an alderman"
- synonym:
- bail ,
- bail bond ,
- bond
1. (εγκληματικό δίκαιο ) χρήματα που πρέπει να καταπιεστούν από τον ομόλογο εάν ένας κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί στο δικαστήριο για δίκη
- "Ο δικαστής έθεσε εγγύηση στο $10.000"
- "Ένας δεσμός $10.000 επιπλώθηκε από έναν άλντερμαν"
- συνώνυμο:
- εγγύηση ,
- δεσμός
2. The legal system that allows an accused person to be temporarily released from custody (usually on condition that a sum of money guarantees their appearance at trial)
- "He is out on bail"
- synonym:
- bail
2. Το νομικό σύστημα που επιτρέπει σε έναν κατηγορούμενο να απελευθερωθεί προσωρινά από την επιμέλεια (, υπό τον όρο ότι ένα χρημα
- "Είναι έξω με εγγύηση"
- συνώνυμο:
- εγγύηση
verb
1. Release after a security has been paid
- synonym:
- bail
1. Απελευθέρωση μετά την πληρωμή της ασφάλειας
- συνώνυμο:
- εγγύηση
2. Deliver something in trust to somebody for a special purpose and for a limited period
- synonym:
- bail
2. Παραδώστε κάτι σε εμπιστοσύνη σε κάποιον για έναν ειδικό σκοπό και για περιορισμένο χρονικό διάστημα
- συνώνυμο:
- εγγύηση
3. Secure the release of (someone) by providing security
- synonym:
- bail
3. Εξασφαλίστε την απελευθέρωση του (απον) παρέχοντας ασφάλεια
- συνώνυμο:
- εγγύηση
4. Empty (a vessel) by bailing
- synonym:
- bail
4. Άδειο σκάφος ( με ιστιοπλοΐα
- συνώνυμο:
- εγγύηση
5. Remove (water) from a vessel with a container
- synonym:
- bail
5. Αφαιρέστε το ( ) από ένα σκάφος με ένα δοχείο
- συνώνυμο:
- εγγύηση