Translation meaning & definition of the word "bagpipe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σωλήνας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bagpipe
[Σακουλάκι]/bægpaɪp/
noun
1. A tubular wind instrument
- The player blows air into a bag and squeezes it out through the drone
- synonym:
- bagpipe
1. Ένα σωληνοειδές όργανο ανέμου
- Ο παίκτης φυσάει αέρα σε μια τσάντα και το συμπιέζει έξω μέσα από το τρυπάνι
- συνώνυμο:
- τσαντώνασ