Translation meaning & definition of the word "baggy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τσάγγα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Baggy
[Σακουλάκι]/bægi/
adjective
1. Not fitting closely
- Hanging loosely
- "Baggy trousers"
- "A loose-fitting blouse is comfortable in hot weather"
- synonym:
- baggy ,
- loose-fitting ,
- sloppy
1. Δεν ταιριάζει στενά
- Κρέμεται χαλαρά
- "Σακκαλακια παντελονι"
- "Μια χαλαρή μπλούζα είναι άνετη σε ζεστό καιρό"
- συνώνυμο:
- τσαντάκι ,
- χαλαρή τοποθέτηση ,
- ακατάστατοσ