Translation meaning & definition of the word "bagging" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αγγελία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bagging
[Σακουλαρίκια]/bægɪŋ/
noun
1. Coarse fabric used for bags or sacks
- synonym:
- sacking ,
- bagging
1. Χοντρό ύφασμα που χρησιμοποιείται για τις τσάντες ή τους σάκους
- συνώνυμο:
- απολύσεισ ,
- τσαντάκι