Translation meaning & definition of the word "baggage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποθήκη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Baggage
[Αποσκευές]/bægəʤ/
noun
1. Cases used to carry belongings when traveling
- synonym:
- baggage ,
- luggage
1. Περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά αντικειμένων όταν ταξιδεύετε
- συνώνυμο:
- αποσκευές
2. A worthless or immoral woman
- synonym:
- baggage
2. Μια άχρηστη ή ανήθικη γυναίκα
- συνώνυμο:
- αποσκευές
3. The portable equipment and supplies of an army
- synonym:
- baggage
3. Ο φορητός εξοπλισμός και οι προμήθειες ενός στρατού
- συνώνυμο:
- αποσκευές
Examples of using
You can't take any excess baggage on the plane.
Δεν μπορείτε να πάρετε υπερβολικές αποσκευές στο αεροπλάνο.
I want to send my baggage on ahead.
Θέλω να στείλω τις αποσκευές μου μπροστά.
Is this your baggage?
Είναι οι αποσκευές σας?