Translation meaning & definition of the word "badly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κακό" στην ελληνική γλώσσα
Badly
[Άσχημα]adverb
1. To a severe or serious degree
- "Fingers so badly frozen they had to be amputated"
- "Badly injured"
- "A severely impaired heart"
- "Is gravely ill"
- "Was seriously ill"
- synonym:
- badly ,
- severely ,
- gravely ,
- seriously
1. Σε σοβαρό ή σοβαρό βαθμό
- "Δάχτυλα τόσο άσχημα παγωμένα που έπρεπε να ακρωτηριαστούν"
- "Και πολύ τραυματισμένος"
- "Μια σοβαρά επηρεασμένη καρδιά"
- "Είναι σοβαρά άρρωστος"
- "Ήταν σοβαρά άρρωστος"
- συνώνυμο:
- άσχημα ,
- σοβαρά
2. (`ill' is often used as a combining form) in a poor or improper or unsatisfactory manner
- Not well
- "He was ill prepared"
- "It ill befits a man to betray old friends"
- "The car runs badly"
- "He performed badly on the exam"
- "The team played poorly"
- "Ill-fitting clothes"
- "An ill-conceived plan"
- synonym:
- ill ,
- badly ,
- poorly
2. (`θα χρησιμοποιείται συχνά ως συνδυασμός μορ) με φτωχό ή ακατάλληλο ή μη ικανοποιητικό τρόπο
- Όχι καλά
- "Ήταν προετοιμασμένος"
- "Αρμόζει σε έναν άνθρωπο να προδώσει παλιούς φίλους"
- "Το αυτοκίνητο τρέχει άσχημα"
- "Πήγε άσχημα στις εξετάσεις"
- "Η ομάδα έπαιξε άσχημα"
- "Ενδύματα παραλαβής"
- "Ένα κακό σχέδιο"
- συνώνυμο:
- άρρωστος ,
- άσχημα ,
- κακώς
3. Evilly or wickedly
- "Treated his parents badly"
- "To steal is to act badly"
- synonym:
- badly
3. Κακά ή κακά
- "Αντιμετώπισε άσχημα τους γονείς του"
- "Το να κλέβεις σημαίνει να ενεργείς άσχημα"
- συνώνυμο:
- άσχημα
4. In a disobedient or naughty way
- "He behaved badly in school"
- "He mischievously looked for a chance to embarrass his sister"
- "Behaved naughtily when they had guests and was sent to his room"
- synonym:
- badly ,
- mischievously ,
- naughtily
4. Με ανυπάκουο ή άτακτο τρόπο
- "Συμπεριφέρθηκε άσχημα στο σχολείο"
- "Αναζήτησε άτακτα την ευκαιρία να ντροπιάσει την αδελφή του"
- "Συμπεριφέρθηκαν άθλια όταν είχαν καλεσμένους και στάλθηκαν στο δωμάτιό του"
- συνώνυμο:
- άσχημα ,
- άτακτα ,
- άθλια
5. With great intensity (`bad' is a nonstandard variant for `badly')
- "The injury hurt badly"
- "The buildings were badly shaken"
- "It hurts bad"
- "We need water bad"
- synonym:
- badly ,
- bad
5. Με μεγάλη ένταση (`κακό είναι μια μη τυποποιημένη παραλλαγή για `κακό')
- "Ο τραυματισμός πονάει άσχημα"
- "Τα κτίρια ήταν άσχημα κλονισμένα"
- "Πονάει άσχημα"
- "Χρειαζόμαστε το νερό κακό"
- συνώνυμο:
- άσχημα ,
- κακός
6. Very much
- Strongly
- "I wanted it badly enough to work hard for it"
- "The cables had sagged badly"
- "They were badly in need of help"
- "He wants a bicycle so bad he can taste it"
- synonym:
- badly ,
- bad
6. Πάρα πολύ
- Έντονα
- "Ήθελα αρκετά άσχημα να δουλέψω σκληρά για αυτό"
- "Τα καλώδια είχαν χαλαρώσει άσχημα"
- "Χρειάζονταν πολύ βοήθεια"
- "Θέλει ένα ποδήλατο τόσο άσχημα που μπορεί να το δοκιμάσει"
- συνώνυμο:
- άσχημα ,
- κακός
7. Without skill or in a displeasing manner
- "She writes badly"
- "I think he paints very badly"
- synonym:
- badly
7. Χωρίς επιδεξιότητα ή με δυσαρεστημένο τρόπο
- "Γράφει άσχημα"
- "Νομίζω ότι ζωγραφίζει πολύ άσχημα"
- συνώνυμο:
- άσχημα
8. In a disadvantageous way
- To someone's disadvantage
- "The venture turned out badly for the investors"
- "Angry that the case was settled disadvantageously for them"
- synonym:
- badly ,
- disadvantageously
8. Με μειονεκτικό τρόπο
- Στο μειονέκτημα κάποιου
- "Η επιχείρηση αποδείχθηκε άσχημα για τους επενδυτές"
- "Είναι παράξενο ότι η υπόθεση διευθετήθηκε μειονεκτικά για αυτούς"
- συνώνυμο:
- άσχημα ,
- μειονεκτικά
9. Unfavorably or with disapproval
- "Tried not to speak ill of the dead"
- "Thought badly of him for his lack of concern"
- synonym:
- ill ,
- badly
9. Δυσμενώς ή με αποδοκιμασία
- "Προσπάθησα να μη μιλήσω άσχημα για τους νεκρούς"
- "Σκέφτηκε άσχημα για την έλλειψη ανησυχίας"
- συνώνυμο:
- άρρωστος ,
- άσχημα
10. With unusual distress or resentment or regret or emotional display
- "They took their defeat badly"
- "Took her father's death badly"
- "Conducted himself very badly at the time of the earthquake"
- synonym:
- badly
10. Με ασυνήθιστη δυσφορία ή δυσαρέσκεια ή λύπη ή συναισθηματική επίδειξη
- "Πήραν την ήττα τους άσχημα"
- "Πήρε το θάνατο του πατέρα της άσχημα"
- "Διαγωνίστηκε πολύ άσχημα κατά τη στιγμή του σεισμού"
- συνώνυμο:
- άσχημα