Translation meaning & definition of the word "badger" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αγελάδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Badger
[Παραβάτησ]/bæʤər/
noun
1. A native or resident of wisconsin
- synonym:
- Wisconsinite ,
- Badger
1. Είναι ιθαγενής ή κάτοικος του ουισκόνσιν
- συνώνυμο:
- Ουισκόνσιν ,
- Παραβάτησ
2. Sturdy carnivorous burrowing mammal with strong claws
- Widely distributed in the northern hemisphere
- synonym:
- badger
2. Ανθεκτικό σαρκοφάγο θηλαστικό με ισχυρά νύχια
- Ευρέως διαδεδομένη στο βόρειο ημισφαίριο
- συνώνυμο:
- ασβού
verb
1. Annoy persistently
- "The children teased the boy because of his stammer"
- synonym:
- tease ,
- badger ,
- pester ,
- bug ,
- beleaguer
1. Ενοχλητικά επίμονα
- "Τα παιδιά πείραζαν το αγόρι λόγω του πονοκεφάλου του"
- συνώνυμο:
- πειράζω ,
- ασβού ,
- παραχωρώ ,
- σφάλμα ,
- πολυλογάσ
2. Persuade through constant efforts
- synonym:
- badger
2. Πείστε με συνεχείς προσπάθειες
- συνώνυμο:
- ασβού