Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "bad" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κακό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Bad

[Κακός]
/bæd/

noun

1. That which is below standard or expectations as of ethics or decency

  • "Take the bad with the good"
    synonym:
  • bad
  • ,
  • badness

1. Αυτό που είναι κάτω από τα πρότυπα ή τις προσδοκίες από την ηθική ή την αξιοπρέπεια

  • "Πάρε το κακό με το καλό"
    συνώνυμο:
  • κακός
  • ,
  • κακία

adjective

1. Having undesirable or negative qualities

  • "A bad report card"
  • "His sloppy appearance made a bad impression"
  • "A bad little boy"
  • "Clothes in bad shape"
  • "A bad cut"
  • "Bad luck"
  • "The news was very bad"
  • "The reviews were bad"
  • "The pay is bad"
  • "It was a bad light for reading"
  • "The movie was a bad choice"
    synonym:
  • bad

1. Ανεπιθύμητες ή αρνητικές ιδιότητες

  • "Κακή κάρτα αναφοράς"
  • "Η άτονη εμφάνισή του έκανε κακή εντύπωση"
  • "Ένα κακό αγόρι"
  • "Ρούχα σε κακή κατάσταση"
  • "Μια κακή περικοπή"
  • "Κακή τύχη"
  • "Τα νέα ήταν πολύ άσχημα"
  • "Οι κριτικές ήταν κακές"
  • "Η αμοιβή είναι κακή"
  • "Ήταν ένα κακό φως για διάβασμα"
  • "Η ταινία ήταν μια κακή επιλογή"
    συνώνυμο:
  • κακός

2. Very intense

  • "A bad headache"
  • "In a big rage"
  • "Had a big (or bad) shock"
  • "A bad earthquake"
  • "A bad storm"
    synonym:
  • bad
  • ,
  • big

2. Πολύ έντονη

  • "Ένας κακός πονοκέφαλος"
  • "Σε μια μεγάλη οργή"
  • "Είχε ένα μεγάλο ( ή κακόκρατο σοκ"
  • "Ένας κακός σεισμός"
  • "Μια κακή καταιγίδα"
    συνώνυμο:
  • κακός
  • ,
  • μεγάλος

3. Feeling physical discomfort or pain (`tough' is occasionally used colloquially for `bad')

  • "My throat feels bad"
  • "She felt bad all over"
  • "He was feeling tough after a restless night"
    synonym:
  • bad
  • ,
  • tough

3. Αίσθημα σωματικής δυσφορίας ή πόνου (`σκληρό χρησιμοποιείται περιστασιακά για `κακό')

  • "Ο λαιμός μου αισθάνεται άσχημα"
  • "Ένιωθε άσχημα παντού"
  • "Αισθανόταν σκληρή μετά από μια ανήσυχη νύχτα"
    συνώνυμο:
  • κακός
  • ,
  • σκληρός

4. (of foodstuffs) not in an edible or usable condition

  • "Bad meat"
  • "A refrigerator full of spoilt food"
    synonym:
  • bad
  • ,
  • spoiled
  • ,
  • spoilt

4. ( των τροφίμων) δεν είναι σε βρώσιμη ή χρήσιμη κατάσταση

  • "Κακό κρέας"
  • "Ένα ψυγείο γεμάτο αλλοιωμένα τρόφιμα"
    συνώνυμο:
  • κακός
  • ,
  • κακομαθημένοσ
  • ,
  • αλλοιώνω

5. Feeling or expressing regret or sorrow or a sense of loss over something done or undone

  • "Felt regretful over his vanished youth"
  • "Regretful over mistakes she had made"
  • "He felt bad about breaking the vase"
    synonym:
  • regretful
  • ,
  • sorry
  • ,
  • bad

5. Αίσθημα ή έκφραση λύπης ή θλίψης ή αίσθηση απώλειας για κάτι που γίνεται ή αναιρεθεί

  • "Αισθάνθηκε λυπημένος για την εξαφανισμένη νεολαία του"
  • "Είναι πολύ καλά για τα λάθη που είχε κάνει"
  • "Αισθάνθηκε άσχημα για το σπάσιμο του βάζου"
    συνώνυμο:
  • λυπηρός
  • ,
  • συγγνώμη
  • ,
  • κακός

6. Not capable of being collected

  • "A bad (or uncollectible) debt"
    synonym:
  • bad
  • ,
  • uncollectible

6. Δεν είναι ικανό να συλλέγεται

  • "Ένα κακό ( ή ακατάλληλο ) χρέος"
    συνώνυμο:
  • κακός
  • ,
  • ανεκλεκτόσ

7. Below average in quality or performance

  • "A bad chess player"
  • "A bad recital"
    synonym:
  • bad

7. Κάτω από το μέσο όρο στην ποιότητα ή την απόδοση

  • "Ένας κακός σκακιστής"
  • "Κακή αιτιολογική σκέψη"
    συνώνυμο:
  • κακός

8. Nonstandard

  • "So-called bad grammar"
    synonym:
  • bad

8. Μη τυποποιημένοσ

  • "Λεγόμενη κακή γραμματική"
    συνώνυμο:
  • κακός

9. Not financially safe or secure

  • "A bad investment"
  • "High risk investments"
  • "Anything that promises to pay too much can't help being risky"
  • "Speculative business enterprises"
    synonym:
  • bad
  • ,
  • risky
  • ,
  • high-risk
  • ,
  • speculative

9. Όχι οικονομικά ασφαλής ή ασφαλής

  • "Κακή επένδυση"
  • "Επενδύσεις υψηλού κινδύνου"
  • "Οτιδήποτε υπόσχεται να πληρώσει πάρα πολλά δεν μπορεί να βοηθήσει να είναι επικίνδυνο"
  • "Κερδοσκοπικές επιχειρήσεις"
    συνώνυμο:
  • κακός
  • ,
  • επικίνδυνος
  • ,
  • υψηλού κινδύνου
  • ,
  • κερδοσκοπικόσ

10. Physically unsound or diseased

  • "Has a bad back"
  • "A bad heart"
  • "Bad teeth"
  • "An unsound limb"
  • "Unsound teeth"
    synonym:
  • bad
  • ,
  • unfit
  • ,
  • unsound

10. Σωματικά ανέγγιχτος ή άρρωστος

  • "Έχει κακή πλάτη"
  • "Κακή καρδιά"
  • "Κακά δόντια"
  • "Ένα ανύπαρκτο άκρο"
  • "Ανέγγιχτα δόντια"
    συνώνυμο:
  • κακός
  • ,
  • ακατάλληλοσ
  • ,
  • ανεπιθύμητοσ

11. Capable of harming

  • "Bad air"
  • "Smoking is bad for you"
    synonym:
  • bad

11. Ικανό να βλάψει

  • "Κακός αέρας"
  • "Το κάπνισμα είναι κακό για εσάς"
    συνώνυμο:
  • κακός

12. Characterized by wickedness or immorality

  • "Led a very bad life"
    synonym:
  • bad

12. Χαρακτηρίζεται από πονηρία ή ανηθικότητα

  • "Μια πολύ κακή ζωή"
    συνώνυμο:
  • κακός

13. Reproduced fraudulently

  • "Like a bad penny..."
  • "A forged twenty dollar bill"
    synonym:
  • bad
  • ,
  • forged

13. Αναπαράγεται δολίως

  • "Σαν μια κακή δεκάρα..."
  • "Ένας πλαστός λογαριασμός είκοσι δολαρίων"
    συνώνυμο:
  • κακός
  • ,
  • σφυρήλατο

14. Not working properly

  • "A bad telephone connection"
  • "A defective appliance"
    synonym:
  • bad
  • ,
  • defective

14. Δεν λειτουργεί σωστά

  • "Κακή τηλεφωνική σύνδεση"
  • "Ελαττωματική συσκευή"
    συνώνυμο:
  • κακός
  • ,
  • ελαττωματικός

adverb

1. With great intensity (`bad' is a nonstandard variant for `badly')

  • "The injury hurt badly"
  • "The buildings were badly shaken"
  • "It hurts bad"
  • "We need water bad"
    synonym:
  • badly
  • ,
  • bad

1. Με μεγάλη ένταση (`κακό είναι μια μη τυποποιημένη παραλλαγή για `κακό')

  • "Ο τραυματισμός πονάει άσχημα"
  • "Τα κτίρια ήταν άσχημα κλονισμένα"
  • "Πονάει άσχημα"
  • "Χρειαζόμαστε το νερό κακό"
    συνώνυμο:
  • άσχημα
  • ,
  • κακός

2. Very much

  • Strongly
  • "I wanted it badly enough to work hard for it"
  • "The cables had sagged badly"
  • "They were badly in need of help"
  • "He wants a bicycle so bad he can taste it"
    synonym:
  • badly
  • ,
  • bad

2. Πάρα πολύ

  • Έντονα
  • "Ήθελα αρκετά άσχημα να δουλέψω σκληρά για αυτό"
  • "Τα καλώδια είχαν χαλαρώσει άσχημα"
  • "Χρειάζονταν πολύ βοήθεια"
  • "Θέλει ένα ποδήλατο τόσο άσχημα που μπορεί να το δοκιμάσει"
    συνώνυμο:
  • άσχημα
  • ,
  • κακός

Examples of using

This car is in bad repair.
Το αυτοκίνητο είναι σε κακή επισκευή.
Tom has a very bad reputation in certain quarters.
Ο Τομ έχει μια πολύ κακή φήμη σε ορισμένα τρίμηνα.
With so many good English sentences already in the database, I really wish you would consider translating them into Russian, rather than polluting our database with bad English sentences, in other words, posting shit.
Με τόσες πολλές καλές αγγλικές προτάσεις ήδη στη βάση δεδομένων, θα ήθελα πραγματικά να τις μεταφράσετε στα ρωσικά, αντί να μολύνετε, δημοσίευση σκατά.