Translation meaning & definition of the word "bacterial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βακτηριακή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bacterial
[Βακτηριακός]/bæktɪriəl/
adjective
1. Relating to or caused by bacteria
- "Bacterial infection"
- synonym:
- bacterial
1. Σχετίζονται ή προκαλούνται από βακτήρια
- "Βακτηριακή λοίμωξη"
- συνώνυμο:
- βακτηριακή