Translation meaning & definition of the word "bacon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπέικον" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bacon
[Μπέικον]/bekən/
noun
1. Back and sides of a hog salted and dried or smoked
- Usually sliced thin and fried
- synonym:
- bacon
1. Πλάτη και πλευρές ενός γουρουνιού αλατισμένου και αποξηραμένου ή καπνιστού
- Συνήθως κομμένα σε φέτες λεπτά και τηγανητά
- συνώνυμο:
- μπέικον
2. English scientist and franciscan monk who stressed the importance of experimentation
- First showed that air is required for combustion and first used lenses to correct vision (1220-1292)
- synonym:
- Bacon ,
- Roger Bacon
2. Άγγλος επιστήμονας και φραγκισκανός μοναχός που τόνισε τη σημασία του πειραματισμού
- Αρχικά έδειξε ότι ο αέρας απαιτείται για την καύση και τους πρώτους χρησιμοποιημένους φακούς για τη διόρθωση της όρασης (1220-1292)
- συνώνυμο:
- Μπέικον ,
- Ρότζερ Μπέικον
3. English statesman and philosopher
- Precursor of british empiricism
- Advocated inductive reasoning (1561-1626)
- synonym:
- Bacon ,
- Francis Bacon ,
- Sir Francis Bacon ,
- Baron Verulam ,
- 1st Baron Verulam ,
- Viscount St. Albans
3. Άγγλος πολιτικός και φιλόσοφος
- Πρόδρομος του βρετανικού εμπειρισμού
- Υποστηριζόμενη επαγωγική λογική (1561-1626)
- συνώνυμο:
- Μπέικον ,
- Φράνσις Μπέικον ,
- Βαρόνος Βερουλάμ ,
- 1ος Βαρόνος Βερουλάμ ,
- Υποκόμης Στ. Άλμπανς
Examples of using
I smell bacon.
Μυρίζω μπέικον.
Would you like bacon or sausage?
Θα θέλατε μπέικον ή λουκάνικο?
I smell bacon.
Μυρίζω μπέικον.