Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "backward" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πίσω" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Backward

[Πίσω]
/bækwərd/

adjective

1. Directed or facing toward the back or rear

  • "A backward view"
    synonym:
  • backward

1. Κατευθυνόμενος ή στραμμένος προς τα πίσω ή προς τα πίσω

  • "Πίσω όψη"
    συνώνυμο:
  • προς τα πίσω

2. (used of temperament or behavior) marked by a retiring nature

  • "A backward lover"
    synonym:
  • backward

2. (χρησιμοποιείται από ιδιοσυγκρασία ή συμπεριφορά) που χαρακτηρίζεται από συνταξιοδοτούμενη φύση

  • "Ένας πίσω εραστής"
    συνώνυμο:
  • προς τα πίσω

3. Retarded in intellectual development

    synonym:
  • backward
  • ,
  • half-witted
  • ,
  • slow-witted
  • ,
  • feebleminded

3. Καθυστερημένος στην πνευματική ανάπτυξη

    συνώνυμο:
  • προς τα πίσω
  • ,
  • μισο-πλεγμένος
  • ,
  • αργός
  • ,
  • αδύναμος

4. Having made less than normal progress

  • "An economically backward country"
    synonym:
  • backward

4. Έχοντας κάνει λιγότερη από την κανονική πρόοδο

  • "Μια οικονομικά καθυστερημένη χώρα"
    συνώνυμο:
  • προς τα πίσω

adverb

1. At or to or toward the back or rear

  • "He moved back"
  • "Tripped when he stepped backward"
  • "She looked rearward out the window of the car"
    synonym:
  • back
  • ,
  • backward
  • ,
  • backwards
  • ,
  • rearward
  • ,
  • rearwards

1. Στο ή προς ή προς το πίσω ή προς τα πίσω

  • "Επέστρεψε"
  • "Έτρεξε όταν πήγε προς τα πίσω"
  • "Κοίταξε προς τα πίσω από το παράθυρο του αυτοκινήτου"
    συνώνυμο:
  • πίσω
  • ,
  • προς τα πίσω

2. In a manner or order or direction the reverse of normal

  • "It's easy to get the `i' and the `e' backward in words like `seize' and `siege'"
  • "The child put her jersey on backward"
    synonym:
  • backward
  • ,
  • backwards

2. Με τρόπο ή τάξη ή κατεύθυνση το αντίστροφο του κανονικού

  • "Είναι εύκολο να πάρεις το `εγώ' και το `ε' πίσω με λέξεις όπως `μεγάλο μέγεθος' και `πολιορκία'"
  • "Το παιδί έβαλε τη φανέλα της προς τα πίσω"
    συνώνυμο:
  • προς τα πίσω

3. In or to or toward a past time

  • "Set the clocks back an hour"
  • "Never look back"
  • "Lovers of the past looking fondly backward"
    synonym:
  • back
  • ,
  • backward

3. Μέσα ή προς ή προς παρελθόν

  • "Επαναφέρετε τα ρολόγια πίσω μια ώρα"
  • "Ποτέ μην κοιτάς πίσω"
  • "Οι λάτρεις του παρελθόντος κοιτάζουν αγαπημένα προς τα πίσω"
    συνώνυμο:
  • πίσω
  • ,
  • προς τα πίσω

Examples of using

Tom glanced backward over his shoulder and waved goodbye.
Ο Τομ κοίταξε προς τα πίσω πάνω από τον ώμο του και αποχαιρέτησε.
She is backward in expressing her opinion.
Είναι πίσω στην έκφραση της γνώμης της.
He fell backward.
Έπεσε προς τα πίσω.