Translation meaning & definition of the word "backup" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντίγραφο" στην ελληνική γλώσσα
Backup
[Δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας]noun
1. An accumulation caused by clogging or a stoppage
- "A traffic backup on the main street"
- "He discovered a backup in the toilet"
- synonym:
- backup
1. Μια συσσώρευση που προκαλείται από το φράξιμο ή μια διακοπή
- "Ένα αντίγραφο ασφαλείας κυκλοφορίας στον κεντρικό δρόμο"
- "Ανακάλυψε ένα αντίγραφο ασφαλείας στην τουαλέτα"
- συνώνυμο:
- αντίγραφο ασφαλείας
2. Someone who takes the place of another (as when things get dangerous or difficult)
- "The star had a stand-in for dangerous scenes"
- "We need extra employees for summer fill-ins"
- synonym:
- stand-in ,
- substitute ,
- relief ,
- reliever ,
- backup ,
- backup man ,
- fill-in
2. Κάποιος που παίρνει τη θέση άλλων (α όταν τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα ή δύσκολα)
- "Το αστέρι είχε μια στάση για επικίνδυνες σκηνές"
- "Χρειαζόμαστε επιπλέον υπαλλήλους για καλοκαιρινές πληροφορίες"
- συνώνυμο:
- αναπόσπαστοσ ,
- υποκατάστατο ,
- ανακούφιση ,
- ανακουφιστήσ ,
- αντίγραφο ασφαλείας ,
- εφεδρικός άνθρωπος ,
- συμπλήρωση
3. A musical part (vocal or instrumental) that supports or provides background for other musical parts
- synonym:
- accompaniment ,
- musical accompaniment ,
- backup ,
- support
3. Ένα μουσικό μέρος (φωνητικό ή οργανικό) που υποστηρίζει ή παρέχει υπόβαθρο για άλλα μουσικά μέρη
- συνώνυμο:
- συνοδεία ,
- μουσική συνοδεία ,
- αντίγραφο ασφαλείας ,
- υποστήριξη
4. (computer science) a copy of a file or directory on a separate storage device
- "He made a backup in case the original was accidentally damaged or erased"
- synonym:
- backup ,
- computer backup
4. (επιστήμη υπολογιστών) ένα αντίγραφο ενός αρχείου ή καταλόγου σε μια ξεχωριστή συσκευή αποθήκευσης
- "Έφτιαξε ένα αντίγραφο ασφαλείας σε περίπτωση που το πρωτότυπο υπέστη κατά λάθος ζημιά ή διαγράφηκε"
- συνώνυμο:
- αντίγραφο ασφαλείας ,
- αντίγραφο ασφαλείας υπολογιστή
5. The act of providing approval and support
- "His vigorous backing of the conservatives got him in trouble with progressives"
- synonym:
- backing ,
- backup ,
- championship ,
- patronage
5. Η πράξη της παροχής έγκρισης και υποστήριξης
- "Η σθεναρή υποστήριξή του από τους συντηρητικούς τον έβαλε σε μπελάδες με τους προοδευτικούς"
- συνώνυμο:
- υποστήριξη ,
- αντίγραφο ασφαλείας ,
- πρωτάθλημα ,
- προστασία