Translation meaning & definition of the word "backstage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρασκήνιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Backstage
[Παρασκήνια]/bæksteʤ/
noun
1. A stage area out of sight of the audience
- synonym:
- wing ,
- offstage ,
- backstage
1. Μια σκηνή εκτός από το θέαμα του κοινού
- συνώνυμο:
- πτέρυγα ,
- εκτός σκηνής ,
- παρασκήνια
adjective
1. Concealed from public view or attention
- "Offstage political meetings"
- synonym:
- offstage ,
- backstage
1. Αποκρύπτεται από τη δημόσια θέα ή την προσοχή
- "Εκτός σκηνής πολιτικές συναντήσεις"
- συνώνυμο:
- εκτός σκηνής ,
- παρασκήνια
adverb
1. Out of view of the public
- Behind the scenes
- "Working backstage to gain political support for his proposal"
- "Many private deals were made backstage at the convention"
- synonym:
- backstage
1. Εκτός από την άποψη του κοινού
- Πίσω από τις σκηνές
- "Εργασία στα παρασκήνια για να αποκτήσει πολιτική υποστήριξη για την πρότασή του"
- "Πολλές ιδιωτικές συμφωνίες έγιναν στα παρασκήνια της συνέλευσης"
- συνώνυμο:
- παρασκήνια
2. In or to a backstage area of a theater
- "Costumes were changed backstage"
- synonym:
- backstage
2. Σε ή σε παρασκήνια ενός θεάτρου
- "Τα αντίτιμα άλλαξαν στα παρασκήνια"
- συνώνυμο:
- παρασκήνια
Examples of using
He went backstage after the show.
Πήγε στα παρασκήνια μετά την παράσταση.