Translation meaning & definition of the word "backlog" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντίστροφη λέξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Backlog
[Καταπατώ]/bæklɑg/
noun
1. An accumulation of jobs not done or materials not processed that are yet to be dealt with (especially unfilled customer orders for products or services)
- synonym:
- backlog
1. Συσσώρευση θέσεων εργασίας ή υλικών που δεν έχουν υποστεί επεξεργασία, τα οποία δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί με ( ιδιαίτερα ακατάλητα
- συνώνυμο:
- αναδρομή
2. The large log at the back of a hearth fire
- synonym:
- backlog
2. Το μεγάλο ημερολόγιο στο πίσω μέρος μιας εστίας πυρκαγιάς
- συνώνυμο:
- αναδρομή
3. Something kept back or saved for future use or a special purpose
- synonym:
- reserve ,
- backlog ,
- stockpile
3. Κάτι που κρατήθηκε πίσω ή αποθηκεύτηκε για μελλοντική χρήση ή για ειδικό σκοπό
- συνώνυμο:
- αποθεματικό ,
- αναδρομή ,
- αποθήκη
verb
1. Accumulate and create a backlog
- synonym:
- backlog
1. Συσσωρεύστε και δημιουργήστε μια αντίστροφη λίστα
- συνώνυμο:
- αναδρομή