Translation meaning & definition of the word "backlash" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αντίδραση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Backlash
[Αντίδραση]/bæklæʃ/
noun
1. A movement back from an impact
- synonym:
- recoil ,
- repercussion ,
- rebound ,
- backlash
1. Ένα κίνημα πίσω από έναν αντίκτυπο
- συνώνυμο:
- ανακτώ ,
- κρουστά ,
- αναπήδηση ,
- αντίδραση
2. An adverse reaction to some political or social occurrence
- "There was a backlash of intolerance"
- synonym:
- backlash
2. Ανεπιθύμητη ενέργεια σε κάποιο πολιτικό ή κοινωνικό περιστατικό
- "Υπήρξε μια αντίδραση της μισαλλοδοξίας"
- συνώνυμο:
- αντίδραση
verb
1. Come back to the originator of an action with an undesired effect
- "Your comments may backfire and cause you a lot of trouble"
- synonym:
- backfire ,
- backlash ,
- recoil
1. Επιστρέψτε στον δημιουργό μιας δράσης με ανεπιθύμητο αποτέλεσμα
- "Τα σχόλιά σας μπορεί να αντιστραφούν και να σας προκαλέσουν πολλά προβλήματα"
- συνώνυμο:
- πυρκαγιά ,
- αντίδραση ,
- ανακτώ