Translation meaning & definition of the word "bach" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπαχ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bach
[Μπαχ]/bɑk/
noun
1. German baroque organist and contrapuntist
- Composed mostly keyboard music
- One of the greatest creators of western music (1685-1750)
- synonym:
- Bach ,
- Johann Sebastian Bach
1. Γερμανός μπαρόκ οργανίστας και αντισυμβατικός
- Αποτελείται κυρίως από μουσική πληκτρολογίου
- Ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς δυτικής μουσικής (1685-1750)
- συνώνυμο:
- Μπαχ ,
- Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ
2. The music of bach
- "He played bach on the organ"
- synonym:
- Bach
2. Η μουσική του μπαχ
- "Έπαιξε τον μπαχ στο όργανο"
- συνώνυμο:
- Μπαχ
verb
1. Lead a bachelor's existence
- synonym:
- bachelor ,
- bach
1. Οδηγήστε την ύπαρξη ενός πτυχίου
- συνώνυμο:
- πτυχίο ,
- μπαχ