Translation meaning & definition of the word "baby" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μωρό" στην ελληνική γλώσσα
Baby
[Μωρό]noun
1. A very young child (birth to 1 year) who has not yet begun to walk or talk
- "The baby began to cry again"
- "She held the baby in her arms"
- "It sounds simple, but when you have your own baby it is all so different"
- synonym:
- baby ,
- babe ,
- infant
1. Ένα πολύ μικρό παιδί (γέννηση έως 1 έτος) που δεν έχει ακόμη αρχίσει να περπατά ή να μιλάει
- "Το μωρό άρχισε να κλαίει και πάλι"
- "Κρατούσε το μωρό στην αγκαλιά της"
- "Ακούγεται απλό, αλλά όταν έχετε το δικό σας μωρό είναι όλα τόσο διαφορετικά"
- συνώνυμο:
- μωρό ,
- μωρό μου ,
- βρέφος
2. The youngest member of a group (not necessarily young)
- "The baby of the family"
- "The baby of the supreme court"
- synonym:
- baby
2. Το νεότερο μέλος μιας ομάδας (όχι απαραίτητα νεαρό)
- "Το μωρό της οικογένειας"
- "Το μωρό του ανωτάτου δικαστηρίου"
- συνώνυμο:
- μωρό
3. An immature childish person
- "He remained a child in practical matters as long as he lived"
- "Stop being a baby!"
- synonym:
- child ,
- baby
3. Ένα ανώριμο παιδικό άτομο
- "Παρέμεινε παιδί σε πρακτικά θέματα όσο ζούσε"
- "Σταματήστε να είστε μωρό!"
- συνώνυμο:
- παιδί ,
- μωρό
4. An unborn child
- A human fetus
- "I felt healthy and very feminine carrying the baby"
- "It was great to feel my baby moving about inside"
- synonym:
- baby
4. Ένα αγέννητο παιδί
- Ένα ανθρώπινο έμβρυο
- "Ένιωσα υγιής και πολύ θηλυκή κουβαλώντας το μωρό"
- "Ήταν υπέροχο να νιώθω το μωρό μου να κινείται μέσα"
- συνώνυμο:
- μωρό
5. (slang) sometimes used as a term of address for attractive young women
- synonym:
- baby ,
- babe ,
- sister
5. (σλανγκ) μερικές φορές χρησιμοποιείται ως όρος διεύθυνσης για ελκυστικές νέες γυναίκες
- συνώνυμο:
- μωρό ,
- μωρό μου ,
- αδελφή
6. A very young mammal
- "Baby rabbits"
- synonym:
- baby
6. Ένα πολύ νεαρό θηλαστικό
- "Κουνέλια μωρών"
- συνώνυμο:
- μωρό
7. A project of personal concern to someone
- "This project is his baby"
- synonym:
- baby
7. Ένα έργο προσωπικής ανησυχίας για κάποιον
- "Αυτό το έργο είναι το μωρό του"
- συνώνυμο:
- μωρό
verb
1. Treat with excessive indulgence
- "Grandparents often pamper the children"
- "Let's not mollycoddle our students!"
- synonym:
- pamper ,
- featherbed ,
- cosset ,
- cocker ,
- baby ,
- coddle ,
- mollycoddle ,
- spoil ,
- indulge
1. Αντιμετωπίστε με υπερβολική επιείκεια
- "Οι παππούδες συχνά περιποιούνται τα παιδιά"
- "Ας μην χαϊδεύουμε τους μαθητές μας!"
- συνώνυμο:
- περιποιητήσ ,
- φτερωτό ,
- συναναστρέφομαι ,
- πειραχτήσ ,
- μωρό ,
- παλλακίδα ,
- χαϊδεύω ,
- αλλοιώνω ,
- επιτρέπω