Translation meaning & definition of the word "axis" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άξονας" στην ελληνική γλώσσα
Axis
[Άξονας]noun
1. A straight line through a body or figure that satisfies certain conditions
- synonym:
- axis
1. Μια ευθεία γραμμή μέσα από ένα σώμα ή σχήμα που ικανοποιεί ορισμένες συνθήκες
- συνώνυμο:
- άξονας
2. The main stem or central part about which plant organs or plant parts such as branches are arranged
- synonym:
- axis
2. Το κύριο στέλεχος ή το κεντρικό μέρος για το οποίο είναι διατεταγμένα τα όργανα των φυτών ή τα μέρη των φυτών, όπως τα κλαδιά
- συνώνυμο:
- άξονας
3. In world war ii the alliance of germany and italy in 1936 which later included japan and other nations
- "The axis opposed the allies in world war ii"
- synonym:
- Axis
3. Στον α ́ παγκόσμιο πόλεμο η συμμαχία της γερμανίας και της ιταλίας το 1936 περιελάμβανε την ιαπωνία και άλλα έθνη
- "Ο άξονας αντιτάχθηκε στους συμμάχους στον α ́ παγκόσμιο πόλεμο"
- συνώνυμο:
- Άξονας
4. A group of countries in special alliance
- synonym:
- bloc ,
- axis
4. Μια ομάδα χωρών σε ειδική συμμαχία
- συνώνυμο:
- μπλοκ ,
- άξονας
5. The 2nd cervical vertebra
- Serves as a pivot for turning the head
- synonym:
- axis ,
- axis vertebra
5. Ο 2ος αυχενικός σπόνδυλος
- Χρησιμεύει ως ένας άξονας για την περιστροφή του κεφαλιού
- συνώνυμο:
- άξονας ,
- σπόνδυλος άξονα
6. The center around which something rotates
- synonym:
- axis ,
- axis of rotation
6. Το κέντρο γύρω από το οποίο κάτι περιστρέφεται
- συνώνυμο:
- άξονας ,
- άξονας περιστροφής