Translation meaning & definition of the word "ax" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αξ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ax
[Άξονας]/æks/
noun
1. An edge tool with a heavy bladed head mounted across a handle
- synonym:
- ax ,
- axe
1. Ένα εργαλείο ακρών με ένα βαρύ κεφάλι που τοποθετείται σε μια λαβή
- συνώνυμο:
- τσεκούρι
verb
1. Chop or split with an ax
- "Axe wood"
- synonym:
- axe ,
- ax
1. Ψιλοκόψτε ή χωρίστε με ένα τσεκούρι
- "Ξύλο του αξόνων"
- συνώνυμο:
- τσεκούρι
2. Terminate
- "The nsf axed the research program and stopped funding it"
- synonym:
- ax ,
- axe
2. Τερματίζω
- "Το εσυ εξέτασε το ερευνητικό πρόγραμμα και σταμάτησε να το χρηματοδοτεί"
- συνώνυμο:
- τσεκούρι