Translation meaning & definition of the word "awning" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γερουσία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Awning
[Τέντα]/ɑnɪŋ/
noun
1. A canopy made of canvas to shelter people or things from rain or sun
- synonym:
- awning ,
- sunshade ,
- sunblind
1. Ένα θόλο φτιαγμένο από καμβά για να στεγάσει τους ανθρώπους ή τα πράγματα από τη βροχή ή τον ήλιο
- συνώνυμο:
- τέντα ,
- ηλιοβασίλεμα ,
- αντηλιακό