Translation meaning & definition of the word "awkwardness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδεξιότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Awkwardness
[Αδεξιότητα]/ɔkwərdnəs/
noun
1. Unskillfulness resulting from a lack of training
- synonym:
- awkwardness ,
- clumsiness ,
- ineptness ,
- ineptitude ,
- maladroitness ,
- slowness
1. Ανεπάρκεια που προκύπτει από έλλειψη εκπαίδευσης
- συνώνυμο:
- αμηχανία ,
- αδεξιότητα ,
- ανικανότητα ,
- αδυναμία ,
- αργή επιβράδυνση
2. The quality of an embarrassing situation
- "He sensed the awkwardness of his proposal"
- synonym:
- awkwardness ,
- nuisance value
2. Η ποιότητα μιας ενοχλητικής κατάστασης
- "Αισθάνθηκε την αμηχανία της πρότασής του"
- συνώνυμο:
- αμηχανία ,
- αξία ενόχλησης
3. The carriage of someone whose movements and posture are ungainly or inelegant
- synonym:
- awkwardness ,
- clumsiness
3. Η μεταφορά κάποιου του οποίου οι κινήσεις και η στάση του σώματος είναι αγενώς ή μη καλές
- συνώνυμο:
- αμηχανία ,
- αδεξιότητα
4. The inelegance of someone stiff and unrelaxed (as by embarrassment)
- synonym:
- awkwardness ,
- clumsiness ,
- gracelessness ,
- stiffness
4. Η ανισότητα κάποιου δύσκαμπτου και αχαλίνωτου (α από αμηχανία)
- συνώνυμο:
- αμηχανία ,
- αδεξιότητα ,
- απροσεξία ,
- ακαμψία
5. Trouble in carrying or managing caused by bulk or shape
- "The movers cursed the unwieldiness of the big piano"
- synonym:
- awkwardness ,
- cumbersomeness ,
- unwieldiness
5. Πρόβλημα στη μεταφορά ή τη διαχείριση που προκαλείται από τον όγκο ή το σχήμα
- "Οι μετακινητές καταράστηκαν την αναπηρία του μεγάλου πιάνου"
- συνώνυμο:
- αμηχανία ,
- δυσκίνητο ,
- αντιαισθησία