Translation meaning & definition of the word "awkwardly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδέξια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Awkwardly
[Αδέξια]/ɔkwərdli/
adverb
1. In an awkward manner
- "He bent awkwardly"
- synonym:
- awkwardly
1. Με αμήχανο τρόπο
- "Καίει αμήχανα"
- συνώνυμο:
- αδέξια