Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "awkward" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδεξιότητα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Awkward

[Αδέξιοσ]
/ɑkwərd/

adjective

1. Causing inconvenience

  • "They arrived at an awkward time"
    synonym:
  • awkward

1. Προκαλώντας ενόχληση

  • "Έφτασαν σε μια δύσκολη στιγμή"
    συνώνυμο:
  • αδέξιοσ

2. Lacking grace or skill in manner or movement or performance

  • "An awkward dancer"
  • "An awkward gesture"
  • "Too awkward with a needle to make her own clothes"
  • "His clumsy fingers produced an awkward knot"
    synonym:
  • awkward

2. Έλλειψη χάρης ή δεξιοτήτων με τον τρόπο ή την κίνηση ή την απόδοση

  • "Ένας άβολος χορευτής"
  • "Μια αμήχανη χειρονομία"
  • "Πολύ άβολα με μια βελόνα για να φτιάξει τα δικά της ρούχα"
  • "Τα αδέξια δάχτυλά του παρήγαγαν έναν αμήχανο κόμπο"
    συνώνυμο:
  • αδέξιοσ

3. Difficult to handle or manage especially because of shape

  • "An awkward bundle to carry"
  • "A load of bunglesome paraphernalia"
  • "Clumsy wooden shoes"
  • "The cello, a rather ungainly instrument for a girl"
    synonym:
  • awkward
  • ,
  • bunglesome
  • ,
  • clumsy
  • ,
  • ungainly

3. Δύσκολο να χειριστεί ή να διαχειριστεί ειδικά λόγω του σχήματος

  • "Ένα αμήχανο πακέτο για μεταφορά"
  • "Ένα φορτίο της μπερδεμένης παραφερνάλια"
  • "Αδέξια ξύλινα παπούτσια"
  • "Το βιολοντσέλο, ένα μάλλον ασεβές όργανο για ένα κορίτσι"
    συνώνυμο:
  • αδέξιοσ
  • ,
  • βουλωμένοσ
  • ,
  • αδέξια
  • ,
  • ανεπιτήδευτα

4. Not elegant or graceful in expression

  • "An awkward prose style"
  • "A clumsy apology"
  • "His cumbersome writing style"
  • "If the rumor is true, can anything be more inept than to repeat it now?"
    synonym:
  • awkward
  • ,
  • clumsy
  • ,
  • cumbersome
  • ,
  • inapt
  • ,
  • inept
  • ,
  • ill-chosen

4. Δεν είναι κομψό ή χαριτωμένο στην έκφραση

  • "Ένα αμήχανο στυλ πεζογραφίας"
  • "Αδέξια συγγνώμη"
  • "Είναι το δυσκίνητο στυλ γραφής"
  • "Αν η φήμη είναι αληθινή, μπορεί κάτι να είναι πιο ανόητο από το να το επαναλάβουμε τώρα?"
    συνώνυμο:
  • αδέξιοσ
  • ,
  • αδέξια
  • ,
  • δυσκίνητοσ
  • ,
  • ανεπαίσθητοσ
  • ,
  • ανίκανοσ
  • ,
  • επιλεγμένος

5. Hard to deal with

  • Especially causing pain or embarrassment
  • "Awkward (or embarrassing or difficult) moments in the discussion"
  • "An awkward pause followed his remark"
  • "A sticky question"
  • "In the unenviable position of resorting to an act he had planned to save for the climax of the campaign"
    synonym:
  • awkward
  • ,
  • embarrassing
  • ,
  • sticky
  • ,
  • unenviable

5. Δύσκολο να αντιμετωπιστεί

  • Ειδικά προκαλώντας πόνο ή αμηχανία
  • "Αδέξια (ή ενοχλητικές ή δύσκολες ) στιγμές στη συζήτηση"
  • "Μια αμήχανη παύση ακολούθησε την παρατήρησή του"
  • "Μια κολλώδης ερώτηση"
  • "Στην αδιαμφισβήτητη θέση να καταφύγει σε μια πράξη που είχε σχεδιάσει να σώσει για την κορύφωση της εκστρατείας"
    συνώνυμο:
  • αδέξιοσ
  • ,
  • ενοχλητικός
  • ,
  • κολλώδης
  • ,
  • ανυπέρβλητοσ

6. Socially uncomfortable

  • Unsure and constrained in manner
  • "Awkward and reserved at parties"
  • "Ill at ease among eddies of people he didn't know"
  • "Was always uneasy with strangers"
    synonym:
  • awkward
  • ,
  • ill at ease(p)
  • ,
  • uneasy

6. Κοινωνικά άβολα

  • Αβέβαιος και περιορισμένος με τον τρόπο
  • "Αδεξιότητα και επιφυλακτικότητα στα πάρτι"
  • "Ακόμα άνετα μεταξύ των ανθρώπων που δεν ήξερε"
  • "Πάντα ανησυχούσα με τους ξένους"
    συνώνυμο:
  • αδέξιοσ
  • ,
  • άρρωστος άνετα()
  • ,
  • ανήσυχος

Examples of using

Why would that be awkward?
Γιατί αυτό θα ήταν αμήχανο?
The dictator tried in vain to get out of the awkward situation.
Ο δικτάτορας προσπάθησε μάταια να βγει από την αμήχανη κατάσταση.
The awkward moment when your neighbour sees you break his fence.
Η δύσκολη στιγμή που ο γείτονάς σου σε βλέπει να σπάς το φράχτη του.