Translation meaning & definition of the word "awfully" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόθυμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Awfully
[Απαίσια]/ɑfli/
adverb
1. Used as intensifiers
- "Terribly interesting"
- "I'm awful sorry"
- synonym:
- terribly ,
- awfully ,
- awful ,
- frightfully
1. Χρησιμοποιείται ως ενισχυτές
- "Εξαιρετικά ενδιαφέρον"
- "Λυπάμαι πολύ"
- συνώνυμο:
- τρομερά ,
- απαίσιοσ ,
- τρομακτικά
2. Of a dreadful kind
- "There was a dreadfully bloody accident on the road this morning"
- synonym:
- dreadfully ,
- awfully ,
- horribly
2. Ενός φοβερού είδους
- "Υπήρξε ένα τρομακτικά αιματηρό ατύχημα στο δρόμο σήμερα το πρωί"
- συνώνυμο:
- φρικτά ,
- τρομερά
3. In a terrible manner
- "She sings terribly"
- synonym:
- terribly ,
- atrociously ,
- awfully ,
- abominably ,
- abysmally ,
- rottenly
3. Με τρομερό τρόπο
- "Τραγουδάει τρομερά"
- συνώνυμο:
- τρομερά ,
- φρικτά ,
- αποτρόπαια ,
- αβυσματικά ,
- σάπια
Examples of using
I'm awfully fed up with Tom, Mary, Boston and French.
Έχω βαρεθεί πολύ με τον Τομ, τη Μαίρη, τη Βοστώνη και τα Γαλλικά.
It's awfully expensive.
Είναι απαίσια ακριβό.
It's awfully hot in here.
Είναι πολύ ζεστό εδώ.