Translation meaning & definition of the word "awesome" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φρικιαστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Awesome
[Φοβερός]/ɑsəm/
adjective
1. Inspiring awe or admiration or wonder
- "New york is an amazing city"
- "The grand canyon is an awe-inspiring sight"
- "The awesome complexity of the universe"
- "This sea, whose gently awful stirrings seem to speak of some hidden soul beneath"- melville
- "Westminster hall's awing majesty, so vast, so high, so silent"
- synonym:
- amazing ,
- awe-inspiring ,
- awesome ,
- awful ,
- awing
1. Εμπνέοντας δέος ή θαυμασμό ή θαύμα
- "Η νέα υόρκη είναι μια εκπληκτική πόλη"
- "Το μεγάλο φαράγγι είναι ένα θέαμα που εμπνέει δέος"
- "Η φοβερή πολυπλοκότητα του σύμπαντος"
- "Αυτή η θάλασσα, της οποίας τα απαλά φοβερά ανακατεύει φαίνεται να μιλούν για κάποια κρυμμένη ψυχή από κάτω" - μέλβιλ
- "Η λαμπρή μεγαλειότητα του βεστμίνστερ χολ, τόσο απέραντη, τόσο ψηλή, τόσο σιωπηλή"
- συνώνυμο:
- εκπληκτικός ,
- εμπνευσμένος από δέος ,
- φοβερός ,
- απαίσιοσ ,
- αφυπνίζω
Examples of using
It was awesome.
Ήταν φοβερό.
That's just awesome.
Αυτό είναι απλά φοβερό.
That's awesome, right?
Είναι φοβερό, σωστά?