Translation meaning & definition of the word "awe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γλώσσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Awe
[δέος]/ɑ/
noun
1. An overwhelming feeling of wonder or admiration
- "He stared over the edge with a feeling of awe"
- synonym:
- awe
1. Ένα αίσθημα θαυμασμού ή θαυμασμού
- "Κοιτούσε πάνω από την άκρη με ένα αίσθημα δέους"
- συνώνυμο:
- δέος
2. A feeling of profound respect for someone or something
- "The fear of god"
- "The chinese reverence for the dead"
- "The french treat food with gentle reverence"
- "His respect for the law bordered on veneration"
- synonym:
- fear ,
- reverence ,
- awe ,
- veneration
2. Αίσθημα βαθύ σεβασμού για κάποιον ή κάτι τέτοιο
- "Ο φόβος του θεού"
- "Η κινεζική ευλάβεια για τους νεκρούς"
- "Οι γάλλοι αντιμετωπίζουν τα τρόφιμα με απαλό σεβασμό"
- "Ο σεβασμός του για το νόμο που συνορεύει με τη λατρεία"
- συνώνυμο:
- φόβος ,
- ευλάβεια ,
- δέος ,
- προσκύνημα
verb
1. Inspire awe in
- "The famous professor awed the undergraduates"
- synonym:
- awe
1. Εμπνέω δέος στο
- "Ο διάσημος καθηγητής ξύπνησε τους φοιτητές"
- συνώνυμο:
- δέος