Translation meaning & definition of the word "away" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μακριά" στην ελληνική γλώσσα
Away
[Μακριά]adjective
1. Not present
- Having left
- "He's away right now"
- "You must not allow a stranger into the house when your mother is away"
- synonym:
- away(p)
1. Όχι παρών
- Έχοντας φύγει
- "Είναι μακριά τώρα"
- "Δεν πρέπει να επιτρέψετε σε έναν ξένο να μπει στο σπίτι όταν η μητέρα σας είναι μακριά"
- συνώνυμο:
- φε()<TAG1>
2. Used of an opponent's ground
- "An away game"
- synonym:
- away
2. Χρησιμοποιείται από το έδαφος ενός αντιπάλου
- "Ένα εκτός έδρας παιχνίδι"
- συνώνυμο:
- μακριά
3. (of a baseball pitch) on the far side of home plate from the batter
- "The pitch was away (or wide)"
- "An outside pitch"
- synonym:
- away ,
- outside
3. ( ενός γηπέδου μπέιζμπολ) στην μακρινή πλευρά της πλάκας στο σπίτι από το κτύπημα
- "Το γήπεδο ήταν μακριά (ορ φαράγγι)"
- "Ένα εξωτερικό γήπεδο"
- συνώνυμο:
- μακριά ,
- έξω
adverb
1. From a particular thing or place or position (`forth' is obsolete)
- "Ran away from the lion"
- "Wanted to get away from there"
- "Sent the children away to boarding school"
- "The teacher waved the children away from the dead animal"
- "Went off to school"
- "They drove off"
- "Go forth and preach"
- synonym:
- away ,
- off ,
- forth
1. Από ένα συγκεκριμένο πράγμα ή τόπο ή θέση (`από τώρα είναι παρωχημένο )
- "Μακριά από το λιοντάρι"
- "Θέλω να ξεφύγω από εκεί"
- "Στέλνοντας τα παιδιά στο σχολείο"
- "Ο δάσκαλος κουνούσε τα παιδιά μακριά από το νεκρό ζώο"
- "Πήγαινα στο σχολείο"
- "Αποχώρησαν"
- "Πήγαινε και κήρυξε"
- συνώνυμο:
- μακριά ,
- από ,
- εμπρός
2. From one's possession
- "He gave out money to the poor"
- "Gave away the tickets"
- synonym:
- away ,
- out
2. Από την κατοχή κάποιου
- "Έδωσε χρήματα στους φτωχούς"
- "Παραδώστε τα εισιτήρια"
- συνώνυμο:
- μακριά ,
- βγαίνω έξω
3. Out of the way (especially away from one's thoughts)
- "Brush the objections aside"
- "Pushed all doubts away"
- synonym:
- aside ,
- away
3. Έξω από το δρόμο (ειδικά μακριά από τις σκέψεις κάποιου)
- "Περιφρονήστε τις αντιρρήσεις στην άκρη"
- "Απομακρύνει όλες τις αμφιβολίες"
- συνώνυμο:
- από την άλλη ,
- μακριά
4. Out of existence
- "The music faded away"
- "Tried to explain away the affair of the letter"- h.e.scudder
- "Idled the hours away"
- "Her fingernails were worn away"
- synonym:
- away
4. Εκτός ύπαρξης
- "Η μουσική ξεθώριασε"
- "Προσπάθησε να εξηγήσει την υπόθεση της επιστολής"- η.ε.σάντερ
- "Ταξίδεψε τις ώρες μακριά"
- "Τα νύχια της είχαν φθαρεί"
- συνώνυμο:
- μακριά
5. At a distance in space or time
- "The boat was 5 miles off (or away)"
- "The party is still 2 weeks off (or away)"
- "Away back in the 18th century"
- synonym:
- off ,
- away
5. Σε απόσταση στο χώρο ή στο χρόνο
- "Το σκάφος ήταν 5 μίλια μακριά ()"
- "Το πάρτι είναι ακόμα 2 εβδομάδες μακριά (ορ μακρι)"
- "Πίσω στον 18ο αιώνα"
- συνώνυμο:
- από ,
- μακριά
6. Indicating continuing action
- Continuously or steadily
- "He worked away at the project for more than a year"
- "The child kept hammering away as if his life depended on it"
- synonym:
- away
6. Αναφορά συνεχιζόμενης δράσης
- Συνεχώς ή σταθερά
- "Εργάστηκε στο έργο για περισσότερο από ένα χρόνο"
- "Το παιδί συνέχισε να σφυρηλατεί σαν να εξαρτιόταν η ζωή του από αυτό"
- συνώνυμο:
- μακριά
7. So as to be removed or gotten rid of
- "Cleared the mess away"
- "The rotted wood had to be cut away"
- synonym:
- away
7. Για να αφαιρεθεί ή να απαλλαγείτε από
- "Ξεκαθάρισε το χάος μακριά"
- "Το σαπισμένο ξύλο έπρεπε να κοπεί"
- συνώνυμο:
- μακριά
8. Freely or at will
- "Fire away!"
- synonym:
- away
8. Ελεύθερα ή κατά βούληση
- "Φωτιά μακριά!"
- συνώνυμο:
- μακριά
9. In or into a proper place (especially for storage or safekeeping)
- "Put the toys away"
- "Her jewels are locked away in a safe"
- "Filed the letter away"
- synonym:
- away
9. Σε ή σε κατάλληλο μέρος (ειδικά για αποθήκευση ή ασφαλή φύλαξη)
- "Αφήστε τα παιχνίδια μακριά"
- "Τα κοσμήματά της είναι κλειδωμένα σε ένα χρηματοκιβώτιο"
- "Απέσυρε το γράμμα"
- συνώνυμο:
- μακριά
10. In a different direction
- "Turn aside"
- "Turn away one's face"
- "Glanced away"
- synonym:
- away ,
- aside
10. Σε διαφορετική κατεύθυνση
- "Αφήστε κατά μέρος"
- "Γυρίστε το πρόσωπο κάποιου"
- "Κοιτάξτε μακριά"
- συνώνυμο:
- μακριά ,
- από την άλλη
11. In reserve
- Not for immediate use
- "Started setting aside money to buy a car"
- "Put something by for her old age"
- "Has a nest egg tucked away for a rainy day"
- synonym:
- aside ,
- by ,
- away
11. Σε αποθεματικό
- Όχι για άμεση χρήση
- "Αρχίσαμε να βάζουμε στην άκρη χρήματα για να αγοράσουμε ένα αυτοκίνητο"
- "Βάλτε κάτι για τα γηρατειά της"
- "Έχει ένα αυγό φωλιάς που έχει απομακρυνθεί για μια βροχερή μέρα"
- συνώνυμο:
- από την άλλη ,
- από ,
- μακριά