Translation meaning & definition of the word "aviation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αεροπορία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aviation
[Αεροπορία]/evieʃən/
noun
1. The aggregation of a country's military aircraft
- synonym:
- aviation ,
- air power
1. Η συγκέντρωση του στρατιωτικού αεροσκάφους μιας χώρας
- συνώνυμο:
- αεροπορία ,
- αεροπορική δύναμη
2. The operation of aircraft to provide transportation
- synonym:
- aviation
2. Η λειτουργία του αεροσκάφους για την παροχή μεταφοράς
- συνώνυμο:
- αεροπορία
3. The art of operating aircraft
- synonym:
- aviation ,
- airmanship
3. Η τέχνη των λειτουργικών αεροσκαφών
- συνώνυμο:
- αεροπορία
4. Travel via aircraft
- "Air travel involves too much waiting in airports"
- "If you've time to spare go by air"
- synonym:
- air travel ,
- aviation ,
- air
4. Ταξίδι μέσω αεροσκάφους
- "Τα αεροπορικά ταξίδια περιλαμβάνουν υπερβολική αναμονή στα αεροδρόμια"
- "Αν έχετε χρόνο για να ελευθερώσετε από τον αέρα"
- συνώνυμο:
- αεροπορικά ταξίδια ,
- αεροπορία ,
- αέρας