Translation meaning & definition of the word "avert" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποφύγετε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Avert
[Αποτρέπω]/əvərt/
verb
1. Prevent the occurrence of
- Prevent from happening
- "Let's avoid a confrontation"
- "Head off a confrontation"
- "Avert a strike"
- synonym:
- debar ,
- forefend ,
- forfend ,
- obviate ,
- deflect ,
- avert ,
- head off ,
- stave off ,
- fend off ,
- avoid ,
- ward off
1. Αποτρέψτε την εμφάνιση
- Αποτρέψτε να συμβεί
- "Ας αποφύγουμε μια αντιπαράθεση"
- "Από μια αντιπαράθεση"
- "Αποτρέψτε μια απεργία"
- συνώνυμο:
- ντέμπαρ ,
- προαναγγέλλω ,
- παραχωρώ ,
- αποφεύγω ,
- εκτρέπω ,
- αποτρέπω ,
- κεφάλι ,
- αποφύγετε
2. Turn away or aside
- "They averted their eyes when the king entered"
- synonym:
- avert ,
- turn away
2. Απομακρύνετε ή αφήστε το
- "Άφησαν τα μάτια τους όταν μπήκε ο βασιλιάς"
- συνώνυμο:
- αποτρέπω ,
- απομακρύνομαι
Examples of using
No one can avert death.
Κανείς δεν μπορεί να αποτρέψει το θάνατο.