Translation meaning & definition of the word "aversion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποστροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aversion
[Αποστροφή]/əvərʒən/
noun
1. A feeling of intense dislike
- synonym:
- antipathy ,
- aversion ,
- distaste
1. Αίσθηση έντονης αντιπάθειας
- συνώνυμο:
- αντιπάθεια ,
- αποστροφή
2. The act of turning yourself (or your gaze) away
- "Averting her gaze meant that she was angry"
- synonym:
- aversion ,
- averting
2. Η πράξη της στροφής του εαυτού σας (ή το βλέμμα σας) μακριά
- "Ασφαλίζοντας το βλέμμα της σήμαινε ότι ήταν θυμωμένη"
- συνώνυμο:
- αποστροφή ,
- αποτρέποντασ