Translation meaning & definition of the word "aver" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυτόματος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aver
[Αναβάλλων]/evər/
verb
1. Report or maintain
- "He alleged that he was the victim of a crime"
- "He said it was too late to intervene in the war"
- "The registrar says that i owe the school money"
- synonym:
- allege ,
- aver ,
- say
1. Αναφορά ή διατήρηση
- "Υποστήριξε ότι ήταν θύμα εγκλήματος"
- "Είπε ότι ήταν πολύ αργά για να επέμβει στον πόλεμο"
- "Ο καταχωρητής λέει ότι χρωστάω τα χρήματα του σχολείου"
- συνώνυμο:
- ισχυρίζομαι ,
- παραπάνω ,
- λέω
2. To declare or affirm solemnly and formally as true
- "Before god i swear i am innocent"
- synonym:
- affirm ,
- verify ,
- assert ,
- avow ,
- aver ,
- swan ,
- swear
2. Να δηλώνει ή να επιβεβαιώνει επίσημα και επίσημα ως αληθινό
- "Πριν από τον θεό ορκίζομαι ότι είμαι αθώος"
- συνώνυμο:
- βεβαιώνω ,
- επαληθεύω ,
- διεκδικώ ,
- ομολογώ ,
- παραπάνω ,
- κύκνος ,
- ορκίζομαι