Translation meaning & definition of the word "avalanche" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφαλάντεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Avalanche
[Αβαλάντσε]/ævəlænʧ/
noun
1. A slide of large masses of snow and ice and mud down a mountain
- synonym:
- avalanche
1. Μια λωρίδα μεγάλων μαζών από χιόνι και πάγο και λάσπη κάτω από ένα βουνό
- συνώνυμο:
- χιονοστιβάδα
2. A sudden appearance of an overwhelming number of things
- "The program brought an avalanche of mail"
- synonym:
- avalanche
2. Μια ξαφνική εμφάνιση ενός συντριπτικού αριθμού πραγμάτων
- "Το πρόγραμμα έφερε μια χιονοστιβάδα του ταχυδρομείου"
- συνώνυμο:
- χιονοστιβάδα
verb
1. Gather into a huge mass and roll down a mountain, of snow
- synonym:
- avalanche ,
- roll down
1. Μαζευτείτε σε μια τεράστια μάζα και κυλήστε κάτω από ένα βουνό, από χιόνι
- συνώνυμο:
- χιονοστιβάδα ,
- πετάω