Translation meaning & definition of the word "availability" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαθεσιμότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Availability
[Διαθεσιμότητα]/əveləbɪləti/
noun
1. The quality of being at hand when needed
- synonym:
- handiness ,
- accessibility ,
- availability ,
- availableness
1. Η ποιότητα του να είσαι στο χέρι όταν χρειάζεται
- συνώνυμο:
- ευγένεια ,
- προσβασιμότητα ,
- διαθεσιμότητα
Examples of using
Contact us to check availability.
Επικοινωνήστε μαζί μας για να ελέγξετε τη διαθεσιμότητα.