Translation meaning & definition of the word "auxiliary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βοηθητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Auxiliary
[Βοηθητικός]/ɑgzɪljəri/
noun
1. Someone who acts as assistant
- synonym:
- aide ,
- auxiliary
1. Κάποιος που ενεργεί ως βοηθός
- συνώνυμο:
- βοηθός ,
- βοηθητικός
adjective
1. Functioning in a supporting capacity
- "The main library and its auxiliary branches"
- synonym:
- auxiliary ,
- subsidiary ,
- supplemental ,
- supplementary
1. Λειτουργία με υποστηρικτική ικανότητα
- "Η κύρια βιβλιοθήκη και τα βοηθητικά της υποκαταστήματα"
- συνώνυμο:
- βοηθητικός ,
- θυγατρική ,
- συμπληρωματικόσ
2. Furnishing added support
- "An ancillary pump"
- "An adjuvant discipline to forms of mysticism"
- "The mind and emotions are auxiliary to each other"
- synonym:
- accessory ,
- adjunct ,
- ancillary ,
- adjuvant ,
- appurtenant ,
- auxiliary
2. Επίπλωση πρόσθετης υποστήριξης
- "Μια βοηθητική αντλία"
- "Μια επικουρική πειθαρχία σε μορφές μυστικισμού"
- "Το μυαλό και τα συναισθήματα είναι βοηθητικά το ένα για το άλλο"
- συνώνυμο:
- αξεσουάρ ,
- συμπληρωματικόσ ,
- βοηθητικόσ ,
- επικουρικό ,
- επιθετικόσ ,
- βοηθητικός
Examples of using
There are two categories of verbs in the Uyghur language - primary and auxiliary.
Υπάρχουν δύο κατηγορίες ρημάτων στη γλώσσα των Ουιγούρων - πρωτογενή και βοηθητικά.