Translation meaning & definition of the word "autumnal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φθινόπωρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Autumnal
[Φθινοπωρινός]/ɔtəmnəl/
adjective
1. Of or characteristic of or occurring in autumn
- "The autumnal equinox"
- "Autumnal fruits"
- synonym:
- autumnal
1. Είτε είναι χαρακτηριστικό είτε συμβαίνει το φθινόπωρο
- "Η φθινοπωρινή ισημερία"
- "Φρέσκα φρούτα"
- συνώνυμο:
- φθινοπωρινό
2. Characteristic of late maturity verging on decline
- "A serene autumnal mood"
- synonym:
- autumnal
2. Χαρακτηριστικό της καθυστερημένης ωριμότητας που επαληθεύει στην πτώση
- "Μια γαλήνια φθινοπωρινή διάθεση"
- συνώνυμο:
- φθινοπωρινό