Translation meaning & definition of the word "autonomous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυτόνομη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Autonomous
[Αυτόνομος]/ɔtɑnəməs/
adjective
1. (of political bodies) not controlled by outside forces
- "An autonomous judiciary"
- "A sovereign state"
- synonym:
- autonomous ,
- independent ,
- self-governing ,
- sovereign
1. ( των πολιτικών σωμάτων) δεν ελέγχεται από εξωτερικές δυνάμεις
- "Αυτόνομο δικαστικό σώμα"
- "Κυρίαρχο κράτος"
- συνώνυμο:
- αυτόνομος ,
- ανεξάρτητος ,
- αυτοδιοικούμενο ,
- κυρίαρχοσ
2. Existing as an independent entity
- "The partitioning of india created two separate and autonomous jute economies"
- synonym:
- autonomous
2. Υπάρχουν ως ανεξάρτητη οντότητα
- "Ο διαχωρισμός της ινδίας δημιούργησε δύο ξεχωριστές και αυτόνομες οικονομίες των γιούτα"
- συνώνυμο:
- αυτόνομος
3. (of persons) free from external control and constraint in e.g. action and judgment
- synonym:
- autonomous ,
- self-directed ,
- self-reliant
3. ( των ατόμων) απαλλαγμένο από εξωτερικό έλεγχο και περιορισμό, π.χ. δράση και κρίση
- συνώνυμο:
- αυτόνομος ,
- αυτοκατευθυνόμενος ,
- αυτοδύναμος
Examples of using
This is an autonomous machine.
Είναι μια αυτόνομη μηχανή.