Translation meaning & definition of the word "automotive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυτοκίνητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Automotive
[Αυτοκίνητο]/ɔtəmoʊtɪv/
adjective
1. Of or relating to motor vehicles
- "Automotive supplies"
- synonym:
- automotive
1. Από ή σχετικά με τα μηχανοκίνητα οχήματα
- "Προμήθειες αυτοκινήτου"
- συνώνυμο:
- αυτοκίνητο
2. Containing within itself the means of propulsion or movement
- "A self-propelled vehicle"
- synonym:
- automotive ,
- self-propelled ,
- self-propelling
2. Που περιέχει μέσα του τα μέσα πρόωσης ή κίνησης
- "Αυτοκινούμενο όχημα"
- συνώνυμο:
- αυτοκίνητο ,
- αυτοκινούμενη ,
- αυτοπροωθούμενη