Translation meaning & definition of the word "automatically" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυτόματα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Automatically
[Αυτόματα]/ɔtəmætɪkli/
adverb
1. In a reflex manner
- "He answered automatically"
- synonym:
- automatically
1. Με αντανακλαστικό τρόπο
- "Απάντησε αυτόματα"
- συνώνυμο:
- αυτόματα
2. In a mechanical manner
- By a mechanism
- "This door opens mechanically"
- synonym:
- mechanically ,
- automatically
2. Με μηχανικό τρόπο
- Με έναν μηχανισμό
- "Αυτή η πόρτα ανοίγει μηχανικά"
- συνώνυμο:
- μηχανικά ,
- αυτόματα
Examples of using
Women automatically lose interest in him after exchanging a couple of words.
Οι γυναίκες χάνουν αυτόματα το ενδιαφέρον τους μετά την ανταλλαγή μερικών λέξεων.
I replied automatically when I heard my name.
Απάντησα αυτόματα όταν άκουσα το όνομά μου.
The door locks automatically.
Η πόρτα κλειδώνει αυτόματα.