Translation meaning & definition of the word "autism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυτισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Autism
[Αυτισμός]/ɔtɪzəm/
noun
1. (psychiatry) an abnormal absorption with the self
- Marked by communication disorders and short attention span and inability to treat others as people
- synonym:
- autism
1. (ψυχιατ) μια ανώμαλη απορρόφηση με τον εαυτό
- Χαρακτηρίζεται από διαταραχές της επικοινωνίας και σύντομη διάρκεια προσοχής και αδυναμία αντιμετώπισης των άλλων ως ανθρώπων
- συνώνυμο:
- αυτισμός