Translation meaning & definition of the word "authorship" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αυτοκρατορία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Authorship
[Συγγραφή]/ɔθərʃɪp/
noun
1. The act of creating written works
- "Writing was a form of therapy for him"
- "It was a matter of disputed authorship"
- synonym:
- writing ,
- authorship ,
- composition ,
- penning
1. Η πράξη της δημιουργίας γραπτών έργων
- "Η γραφή ήταν μια μορφή θεραπείας για αυτόν"
- "Ήταν θέμα αμφισβητούμενης συγγραφής"
- συνώνυμο:
- γράφω ,
- συγγραφή ,
- σύνθεση ,
- πέννα
2. The act of initiating a new idea or theory or writing
- "The authorship of the theory is disputed"
- synonym:
- authorship ,
- paternity
2. Η πράξη της έναρξης μιας νέας ιδέας ή θεωρίας ή γραφής
- "Η συγγραφή της θεωρίας αμφισβητείται"
- συνώνυμο:
- συγγραφή ,
- πατρότητα