Translation meaning & definition of the word "authorized" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξουσιοδοτημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Authorized
[Εξουσιοδοτημένο]/ɔθəraɪzd/
adjective
1. Endowed with authority
- synonym:
- authorized ,
- authorised
1. Προικισμένος με εξουσία
- συνώνυμο:
- εξουσιοδοτημένος
2. Sanctioned by established authority
- "An authoritative communique"
- "The authorized biography"
- synonym:
- authoritative ,
- authorized ,
- authorised
2. Επιβάλλεται επικύρωση από την καθιερωμένη αρχή
- "Μια έγκυρη κοινότητα"
- "Η εξουσιοδοτημένη βιογραφία"
- συνώνυμο:
- έγκυρος ,
- εξουσιοδοτημένος