Translation meaning & definition of the word "authorize" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγκρίνετε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Authorize
[Εξουσιοδοτώ]/ɔθəraɪz/
verb
1. Grant authorization or clearance for
- "Clear the manuscript for publication"
- "The rock star never authorized this slanderous biography"
- synonym:
- authorize ,
- authorise ,
- pass ,
- clear
1. Εξουσιοδότηση ή εκκαθάριση επιχορήγησης για
- "Μαθαίνεις το χειρόγραφο για δημοσίευση"
- "Ο ροκ σταρ ποτέ δεν εξουσιοδότησε αυτή τη συκοφαντική βιογραφία"
- συνώνυμο:
- εξουσιοδοτώ ,
- περνώ ,
- σαφής
2. Give or delegate power or authority to
- "She authorized her assistant to sign the papers"
- synonym:
- empower ,
- authorise ,
- authorize
2. Να παρέχει ή να αναθέτει εξουσία ή εξουσία σε
- "Εξουσιοδότησε τη βοηθό της να υπογράψει τα χαρτιά"
- συνώνυμο:
- ενδυνάμωση ,
- εξουσιοδοτώ