Translation meaning & definition of the word "authority" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Authority
[Αρχή]/əθɔrəti/
noun
1. The power or right to give orders or make decisions
- "He has the authority to issue warrants"
- "Deputies are given authorization to make arrests"
- "A place of potency in the state"
- synonym:
- authority ,
- authorization ,
- authorisation ,
- potency ,
- dominance ,
- say-so
1. Τη δύναμη ή το δικαίωμα να δίνουν εντολές ή να λαμβάνουν αποφάσεις
- "Έχει την εξουσία να εκδίδει εντάλματα"
- "Οι βουλευτές λαμβάνουν άδεια για συλλήψεις"
- "Ένας τόπος ισχύος στο κράτος"
- συνώνυμο:
- αρχή ,
- εξουσιοδότηση ,
- άδεια ,
- δραστικότητα ,
- κυριαρχία ,
- λέω-όπως
2. (usually plural) persons who exercise (administrative) control over others
- "The authorities have issued a curfew"
- synonym:
- authority
2. (συνήθως πλουρα) άτομα που ασκούν (διοικητικό έλεγχο επί άλλων
- "Οι αρχές έχουν εκδώσει απαγόρευση κυκλοφορίας"
- συνώνυμο:
- αρχή
3. An expert whose views are taken as definitive
- "He is an authority on corporate law"
- synonym:
- authority
3. Εμπειρογνώμονα του οποίου οι απόψεις θεωρούνται οριστικές
- "Είναι μια αρχή για το εταιρικό δίκαιο"
- συνώνυμο:
- αρχή
4. Freedom from doubt
- Belief in yourself and your abilities
- "His assurance in his superiority did not make him popular"
- "After that failure he lost his confidence"
- "She spoke with authority"
- synonym:
- assurance ,
- self-assurance ,
- confidence ,
- self-confidence ,
- authority ,
- sureness
4. Ελευθερία από αμφιβολία
- Πίστη στον εαυτό σας και στις ικανότητές σας
- "Η διαβεβαίωσή του στην υπεροχή του δεν τον έκανε δημοφιλή"
- "Μετά από αυτή την αποτυχία έχασε την εμπιστοσύνη του"
- "Μίλησε με την εξουσία"
- συνώνυμο:
- διασφάλιση ,
- αυτοπεποίθηση ,
- εμπιστοσύνη ,
- αρχή ,
- επινόηση
5. An administrative unit of government
- "The central intelligence agency"
- "The census bureau"
- "Office of management and budget"
- "Tennessee valley authority"
- synonym:
- agency ,
- federal agency ,
- government agency ,
- bureau ,
- office ,
- authority
5. Διοικητική μονάδα της κυβέρνησης
- "Κεντρική υπηρεσία πληροφοριών"
- "Το γραφείο απογραφών"
- "Γραφείο διοίκησης και προϋπολογισμού"
- "Αρχή κοιλάδας του τενεσί"
- συνώνυμο:
- οργανισμός ,
- ομοσπονδιακή υπηρεσία ,
- κυβερνητική υπηρεσία ,
- γραφείο ,
- αρχή
6. Official permission or approval
- "Authority for the program was renewed several times"
- synonym:
- authority ,
- authorization ,
- authorisation ,
- sanction
6. Επίσημη άδεια ή έγκριση
- "Η εξουσιοδότηση για το πρόγραμμα ανανεώθηκε αρκετές φορές"
- συνώνυμο:
- αρχή ,
- εξουσιοδότηση ,
- άδεια ,
- καταδίκη
7. An authoritative written work
- "This book is the final authority on the life of milton"
- synonym:
- authority
7. Ένα έγκυρο γραπτό έργο
- "Αυτό το βιβλίο είναι η τελική αρχή για τη ζωή του μίλτον"
- συνώνυμο:
- αρχή
Examples of using
I got this on good authority.
Το πήρα σε καλή εξουσία.
You have overstepped your authority.
Έχετε υπερβεί την εξουσία σας.
She has overstepped her authority.
Έχει υπερβεί την εξουσία της.