Translation meaning & definition of the word "authenticity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυθεντικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Authenticity
[Αυθεντικότητα]/ɔθəntɪsɪti/
noun
1. Undisputed credibility
- synonym:
- authenticity ,
- genuineness ,
- legitimacy
1. Αδιαμφισβήτητη αξιοπιστία
- συνώνυμο:
- αυθεντικότητα ,
- γνησιότητα ,
- νομιμότητα
Examples of using
I doubt the authenticity of the document.
Αμφιβάλλω για την αυθεντικότητα του εγγράφου.