Translation meaning & definition of the word "austerity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λιτότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Austerity
[Λιτότητα]/ɔstɛrɪti/
noun
1. The trait of great self-denial (especially refraining from worldly pleasures)
- synonym:
- austerity ,
- asceticism ,
- nonindulgence
1. Το χαρακτηριστικό της μεγάλης αυταπάρνησης ( ειδικά αποφεύγοντας τις κοσμικές απολαύσεις)
- συνώνυμο:
- λιτότητα ,
- ασκητισμόσ ,
- απόκλιση