Translation meaning & definition of the word "austere" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυστηρά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Austere
[Αυστριακός]/ɔstɪr/
adjective
1. Severely simple
- "A stark interior"
- synonym:
- austere ,
- severe ,
- stark ,
- stern
1. Σοβαρά απλό
- "Ένα απόλυτο εσωτερικό"
- συνώνυμο:
- αυστηρός ,
- σοβαρός ,
- σταρκ ,
- στερν
2. Of a stern or strict bearing or demeanor
- Forbidding in aspect
- "An austere expression"
- "A stern face"
- synonym:
- austere ,
- stern
2. Από μια πρύμνη ή αυστηρή ρουλεμάν ή σημαία
- Απαγορεύοντας την πτυχή
- "Μια αυστηρή έκφραση"
- "Ένα πρυμνό πρόσωπο"
- συνώνυμο:
- αυστηρός ,
- στερν
3. Practicing great self-denial
- "Be systematically ascetic...do...something for no other reason than that you would rather not do it"- william james
- "A desert nomad's austere life"
- "A spartan diet"
- "A spartan existence"
- synonym:
- ascetic ,
- ascetical ,
- austere ,
- spartan
3. Εξάσκηση μεγάλης αυταπάρνησης
- "Να είστε συστηματικά ασκητικοί.κάντε κάτι για κανέναν άλλο λόγο από το ότι θα προτιμούσατε να μην το κάνετε" - γουίλιαμ τζέιμς.
- "Η λιτή ζωή ενός νομάδα της ερήμου"
- "Σπαρτιατική δίαιτα"
- "Σπαρτιάτικη ύπαρξη"
- συνώνυμο:
- ασκητικόσ ,
- αυστηρός ,
- σπαρτιάτης