Translation meaning & definition of the word "auspices" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναστολές" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Auspices
[Αναστολή]/ɔspɪsɪz/
noun
1. Kindly endorsement and guidance
- "The tournament was held under the auspices of the city council"
- synonym:
- auspices ,
- protection ,
- aegis
1. Ευγενική υποστήριξη και καθοδήγηση
- "Το τουρνουά διεξήχθη υπό την αιγίδα του δημοτικού συμβουλίου"
- συνώνυμο:
- αιγίδα ,
- προστασία ,
- αίγης
Examples of using
The speech contest was held under the auspices of the Ministry of Education.
Ο διαγωνισμός πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας.