Translation meaning & definition of the word "augur" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αύγουστος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Augur
[Αυγουρά]/ɔgər/
noun
1. (ancient rome) a religious official who interpreted omens to guide public policy
- synonym:
- augur ,
- auspex
1. (αναρχαία ρώμη) ένας θρησκευτικός αξιωματούχος που ερμήνευσε οιωνούς για να καθοδηγήσει τη δημόσια πολιτική
- συνώνυμο:
- αυγή ,
- αυσπερίτησ
verb
1. Indicate by signs
- "These signs bode bad news"
- synonym:
- bode ,
- portend ,
- auspicate ,
- prognosticate ,
- omen ,
- presage ,
- betoken ,
- foreshadow ,
- augur ,
- foretell ,
- prefigure ,
- forecast ,
- predict
1. Υποδείξτε με σημάδια
- "Αυτά τα σημάδια προκαλούν άσχημα νέα"
- συνώνυμο:
- πεδίο ,
- προμηνύω ,
- αιγίδα ,
- προγνωστικό ,
- οιωνοί ,
- προαγωγή ,
- προφυλακτικόσ ,
- αυγή ,
- προείπα ,
- προεικονίζω ,
- πρόβλεψη ,
- προβλέπω
2. Predict from an omen
- synonym:
- augur
2. Προβλέψτε από έναν οιωνό
- συνώνυμο:
- αυγή